αγλύκαντος

αγλύκαντος
και -αστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός
2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω)
το αγλύκαστος από μτχ. γλυκασμένος < *γλυκάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγλύκαντος — η, ο εκείνος που δε γλυκάθηκε, που στερήθηκε τη χαρά, ο πικραμένος: Πέρασε μια ζωή αγλύκαντη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγλύκιαστος — η, ο ο αγλύκαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γλυκιαστός < *γλυκιάζω] …   Dictionary of Greek

  • αγλύκιστος — η, ο ο αγλύκαντος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γλυκιστός < γλυκίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”