- αγλύκαντος
- και -αστος, -η, -ο1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω)το αγλύκαστος από μτχ. γλυκασμένος < *γλυκάζω].
Dictionary of Greek. 2013.